στωμυλιοσυλλεκτάδης

στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμῠλιοσυλλεκτάδης, ου, ,
A gossip-gleaner, Ar.Ra.841.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στωμυλιοσυλλεκτάδης — ὁ, Α αυτός που συλλέγει φλυαρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός σχηματισμός < στωμύλος «φλύαρος» + αμάρτυρο στην Αρχαία *συλλέκτης (< συλλέγω, πρβλ. επίλεκτης) + επίθημα άδης (πρβλ. γενν άδης)] …   Dictionary of Greek

  • στωμυλιοσυλλεκτάδη — στωμυλιοσυλλεκτάδης gossip gleaner masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”